- πλασματίας
- ὁ, Α1. πλαστός, ψεύτικος2. αυτός που είναι επιρρεπής στις επινοήσεις και στα ψέματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. τραυματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλασματίας — πλασματίᾱς , πλασματίας fabricated masc acc pl πλασματίᾱς , πλασματίας fabricated masc nom sg (attic epic doric aeolic) πλασματίᾱς , πλασματίης masc acc pl πλασματίᾱς , πλασματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματίαν — πλασματίᾱν , πλασματίας fabricated masc acc sg (attic epic doric aeolic) πλασματίας fabricated masc acc sg πλασματίᾱν , πλασματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) πλασματίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)